πόντιος

πόντιος
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Κρήτη, στα χρόνια του Δέκιου (249 – 251) με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Θεόδουλο, Σατορνίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Αγαθόπου, Βασιλίδη και Ευάρεστο. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου.
* * *
-α, -ο / πόντιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΜΑ [πόντος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, θαλάσσιος («οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χειρὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τού Εύξεινου Πόντου ή προέρχεται από χώρα τού Εύξεινου Πόντου
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Πόντιος, η Πόντια
ο κάτοικος τού Πόντου ή αυτός που κατάγεται από τον Πόντο
3. φρ. «πόντια βαθμίδα» ή, απλώς, «πόντιο»
γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού μειοκαίνου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά του, υποδιαίρεση που πήρε την ονομασία της από τον Εύξεινο Πόντο, στην περιοχή τού οποίου μελετήθηκαν οι επιφανειακές εμφανίσεις της
αρχ.
1. (για τα νησιά και ιδίως αυτά που βρίσκονται μακριά στο πέλαγος) αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα («ποντίᾳ... Κύπρῳ», Πίνδ.)
2. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράλιος, παραθαλάσσιος
3. αυτός που έρχεται από υπερπόντιους τόπους
4. (για πρόσ.) αυτός που έπαθε δεινά στη θάλασσα
5. φρ. α) «πόντια ῥάκη»
(κατά τον Ησύχ.) «σπόγγοι ἢ τὰ τούτων σπαράγματα»
β) «πόντιον ἀφίημι» — ρίχνω στη θάλασσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόντιος — of the sea masc nom sg πόντιος of the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόντιος — Πόντιος, ο θηλ. ια αυτός που κατάγεται από την περιοχή του Πόντου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πόντιος — Πόντις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιλάτος Πόντιος — Ρωμαίος επίτροπος στην Ιουδαία, που είχε επικυρώσει τη θανατική καταδίκη του Ιησού Χριστού. Είχε διοριστεί από τον Τιβέριο ως πέμπτος επίτροπος από τότε που είχε αρχίσει η ρωμαϊκή κατοχή στην Ιουδαία για τη δεκαετία 26 36 μ.Χ. Πιθανολογείται η… …   Dictionary of Greek

  • ποντίω — πόντιος of the sea masc/neut nom/voc/acc dual πόντιος of the sea masc/neut gen sg (doric aeolic) πόντιος of the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual πόντιος of the sea masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντιον — πόντιος of the sea masc acc sg πόντιος of the sea neut nom/voc/acc sg πόντιος of the sea masc/fem acc sg πόντιος of the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντίων — πόντιος of the sea fem gen pl πόντιος of the sea masc/neut gen pl πόντιος of the sea masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντίοις — πόντιος of the sea masc/neut dat pl πόντιος of the sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντίοισι — πόντιος of the sea masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πόντιος of the sea masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντίου — πόντιος of the sea masc/neut gen sg πόντιος of the sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”